- καταγωνισμός
- κατᾰγων-ισμός, ὁ, = foreg., Poll.9.142.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταγωνισμός — καταγωνισμός, ὁ (Α) [καταγωνίζομαι] η καταγώνισις* … Dictionary of Greek
καταγωνισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγωνισμόν — καταγωνισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)